-
1 нефтепромышленность
η πετρελαιο-βιομηχανίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтепромышленность
См. также в других словарях:
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Μπρουνέι — Κράτος της ανατολικής Ασίας, στο νησί Βόρνεο. Συνορεύει Δ, Ν και Α με τη Μαλαισία και βρέχεται Β από τη Νότια Κινεζική Θάλασσα.Tο Μ. είναι το μοναδικό κατοικημένο από Mαλαίους έδαφος που δεν προσχώρησε το 1963 στη Mαλαισία. Γεωγραφικά, ανήκει… … Dictionary of Greek
πολυστυρόλιο — Κοινή ονομασία των προϊόντων πολυμερισμού του στυρόλιου ή βινυλβενζόλιου ή φαινυλαιθυλένιου (C6H5CH:CH2), γνωστά στο εμπόριο ως τρολιτούλ, στυρόπλαστο, φριγκολίτ κλπ., ανάλογα με το βαθμό του πολυμερισμού τους. Το π. είναι άχρωμο, διαφανές ή… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek